ερισφαλής

ερισφαλής
ἐρισφαλής, -ές (Μ)
επισφαλής, αβέβαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + -σφαλής (< σφάλλω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. α-σφαλής, επι-σφαλής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”